ἐπισκευάζει

ἐπισκευάζει
ἐπισκευάζω
get ready
pres ind mp 2nd sg
ἐπισκευάζω
get ready
pres ind act 3rd sg
ἐπισκευάζω
get ready
pres ind mp 2nd sg
ἐπισκευάζω
get ready
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλλακτής — και χτής, ο (θηλ. κτρια και χτρια) [αλλάζω] αυτός που επισκευάζει, επιδιορθώνει φθαρμένα μηχανήματα, έπιπλα, ρούχα κ.λπ. και ειδικά αυτός που αντικαθιστά τα φθαρμένα εξαρτήματα ή μέρη τους με καινούργια …   Dictionary of Greek

  • ανακαινιστής — ο (Α ἀνακαινιστής) (Ν και θηλ. ίστρια) νεοελλ. 1. (για κτήρια) αυτός που ανακαινίζει, που επισκευάζει, επιδιορθώνει ή ανανεώνει 2. μεταρρυθμιστής, αναμορφωτής αρχ. αυτός που κάνει κάτι να αναβιώσει, να ξαναζωντανέψει, ο αναγεννητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • δευτερουργός — δευτερουργός, όν (Α) 1. όποιος έχει δευτερεύουσα θέση σε κάποιο έργο, ο δευτερεύων 2. το αρσ. ως ουσ. ο δευτερουργός αυτός που επισκευάζει ή μεταποιεί ενδύματα …   Dictionary of Greek

  • επιδιορθωτής — ο (θηλ. επιδιορθώτρια) αυτός που επιδιορθώνει, που επισκευάζει …   Dictionary of Greek

  • επισκευαστής — ο (θηλ. επισκευάστρια) (AM ἐπισκευαστής) [επισκευάζω] αυτός που επισκευάζει, που επιδιορθώνει …   Dictionary of Greek

  • επιτειχιστής — ἐπιτειχιστής, ὁ (Μ) αυτός που επιτειχίζει, που οικοδομεί ή επισκευάζει τα τείχη …   Dictionary of Greek

  • ιστιορράφος — ἱστιορράφος και ἱστιαρράφος, ὁ (Α) 1. αυτός που ράβει ή επισκευάζει ιστία 2. δολοπλόκος, μηχανορράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + ρράφος (< ραφή < ράπτω), πρβλ. μηχανο ρράφος, νευρο ρράφος] …   Dictionary of Greek

  • μιλιαράς — μιλιαράς, ὁ (Μ) αυτός που κατασκευάζει, επισκευάζει ή πουλά μιλιάρια, λεβητοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μιλιάρι(ο)ν + κατάλ. άς] …   Dictionary of Greek

  • ναυπηγείο — Κάθε συγκρότημα που κατασκευάζει, εξοπλίζει, επισκευάζει ή μετασκευάζει εμπορικά ή πολεμικά πλοία. Εκτός από τις κλίνες ή τις δεξαμενές, όπου κατασκευάζεται το σκάφος, το ν. περιλαμβάνει κυρίως ένα τεχνικό γραφείο που σχεδιάζει το πλοίο… …   Dictionary of Greek

  • νεουργός — (I) νεουργός, όν (Α) 1. αυτός που φτειάχτηκε πρόσφατα («νεουργὸν ἱμάτιον ἔχοντος, ὡς νυμφίου παρεσκευασμένον», Πλάτ.) 2. (για γεωργική έκταση) αυτός που οργώθηκε πρόσφατα («διὰ τὸ νεουργόν τε εἶναι τῆν γῆν και ἀκάρπωτον», Θεόφρ.) 3. το αρσ. ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”